- πολυανδρώ
- -έω, Α [πολύανδρος]έχω πολλούς κατοίκους («ὄχλοις ξυμμείκτοις πολυανδροῡσιν αἱ πόλεις», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάνδρῳ — πολύανδρος full of men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)